Varustus kreikaksi
Käännös: varustus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εξοπλισμός, οχύρωση, συνηγορία, άμυνα, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Muut kielet
Liittyvät sanat: varustus
adr varustus, mootorratta varustus, sotilaan varustus, varusteleka, varustus englanniksi, varustus kielisanakirja kreikka, varustus kreikaksi
Käännökset
- varustella kreikaksi - εξοπλισμός, παρέχω, καρδαμώνω, όπλο, επιπλώνω, προμήθεια, μπράτσο, ...
- varustelu kreikaksi - εξοπλισμός, χαρακτηριστικά, λειτουργίες, τα χαρακτηριστικά, δυνατότητες, χαρακτηριστικών
- varvas kreikaksi - toe, δακτύλων, δάχτυλο του ποδιού, δάκτυλο, νύχια
- varvikko kreikaksi - ρουμάνι, φρύγανα, χαμόκλαδα, brushwood, θάμνους, τα φρύγανα
Satunnaisia sanoja
Varustus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εξοπλισμός, οχύρωση, συνηγορία, άμυνα, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Käännökset: εξοπλισμός, οχύρωση, συνηγορία, άμυνα, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού