Viehkeä kreikaksi

Käännös: viehkeä, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πρόστιμο, χαριτωμένος, αίθριος, πανέξυπνος, ωραίος, φίνος, ευφρόσυνος, όμορφος, τερπνός, τετραπέρατος, ψιλή, ευχάριστος, γοητευτικός, Καλαίσθητο, γοητευτικό, γοητευτική, το γοητευτικό
Viehkeä kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: viehkeä

runollisen viehkeä, viehkeä englanniksi, viehkeä merkitys, viehkeä nainen, viehkeä ratkojat, viehkeä kielisanakirja kreikka, viehkeä kreikaksi

Käännökset

  • viedä kreikaksi - κουβαλώ, οδηγός, μεταφέρω, καθοδηγώ, εξαγωγή, φέρνω, εξάγω, ...
  • viehe kreikaksi - λουφές, δελεάζω, πειρασμός, δόλωμα, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, ...
  • viehättävä kreikaksi - κομψός, τετραπέρατος, ακριβής, πανέξυπνος, λεπτός, εκλεπτυσμένος, γραφικός, ...
  • viehätys kreikaksi - μαγεύω, θέλγω, έλξη, έφεση, γοητεύω, τραβώ, θέαμα, ...
Satunnaisia sanoja
Viehkeä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πρόστιμο, χαριτωμένος, αίθριος, πανέξυπνος, ωραίος, φίνος, ευφρόσυνος, όμορφος, τερπνός, τετραπέρατος, ψιλή, ευχάριστος, γοητευτικός, Καλαίσθητο, γοητευτικό, γοητευτική, το γοητευτικό