Vika kreikaksi

Käännös: vika, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διάλειμμα, σπάσιμο, αλλάζω, διάλλειμα, αποστατώ, ψεγάδι, κακία, φτιάξιμο, λάθος, μετατοπίζω, ανηθικότητα, ατέλεια, αντεπίθεση, μετακινώ, διχοτομία, θλάση, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Vika kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: vika

dna vika, elisa vika, fortum vika, missä vika, musta barbaari, vika kielisanakirja kreikka, vika kreikaksi

Käännökset

  • viivästyttää kreikaksi - καθυστερώ, κρατώ, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • viivästää kreikaksi - κρατώ, καθυστερώ, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • vikatikki kreikaksi - λάθος, λάθος κίνηση, λανθασμένη κίνηση, εσφαλμένη κίνηση, λανθασμένοι χειρισμοί, οι λανθασμένοι χειρισμοί
  • vikkelä kreikaksi - ζωηρός, ζωντανός, γοργός, σβέλτος, εύστροφος, γλαφυρός, ευκίνητος, ...
Satunnaisia sanoja
Vika kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διάλειμμα, σπάσιμο, αλλάζω, διάλλειμα, αποστατώ, ψεγάδι, κακία, φτιάξιμο, λάθος, μετατοπίζω, ανηθικότητα, ατέλεια, αντεπίθεση, μετακινώ, διχοτομία, θλάση, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας