Vouti kreikaksi
Käännös: vouti, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vouti
vouti englanniksi, vouti huutokauppa, vouti hämeenlinna, vouti merkitys, vouti myy, vouti kielisanakirja kreikka, vouti kreikaksi
Käännökset
- vouhottaja kreikaksi - φασαρία, αναστάτωση, ταραχή
- vouhotus kreikaksi - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
- vuo kreikaksi - ροή, ρέω, συλλιπάσματος, σύντηκτο, σύντηκτο υλικό, flux σε
- vuodattaa kreikaksi - ματώνω, αιμορραγώ, υπόστεγο, ρίξει, να ρίξει, ρίξουν, ρίχνουν
Satunnaisia sanoja
Vouti kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή
Käännökset: δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή