Yhteinen kreikaksi
Käännös: yhteinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
άρθρωση, συλλογικός, αμοιβαίος, μοιρασμένος, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: yhteinen
yhteinen asuntolaina, yhteinen englanniksi, yhteinen esirukous, yhteinen kalenteri, yhteinen merkitys, yhteinen kielisanakirja kreikka, yhteinen kreikaksi
Käännökset
- yhteensä kreikaksi - εντελώς, πράξη, σύνολο, συνολικά, στο σύνολο, στη συνολική, της συνολικής, ...
- yhteenveto kreikaksi - περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτικά, περίληψης
- yhteiskunnallinen kreikaksi - ευπροσήγορος, κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
- yhteiskunnanvastainen kreikaksi - αντικοινωνικός, αντικοινωνική, αντικοινωνικής, αντικοινωνικές, αντικοινωνικών
Satunnaisia sanoja
Yhteinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: άρθρωση, συλλογικός, αμοιβαίος, μοιρασμένος, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Käännökset: άρθρωση, συλλογικός, αμοιβαίος, μοιρασμένος, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνηθισμένος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών