Yksikkö kreikaksi
Käännös: yksikkö, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Muut kielet
Liittyvät sanat: yksikkö
oamk, osao, yksikkö 731, yksikkö englanniksi, yksikkö ja monikko, yksikkö kielisanakirja kreikka, yksikkö kreikaksi
Käännökset
- ykseys kreikaksi - ενότητα, αρμονία, ενότητας, την ενότητα, της ενότητας, η ενότητα
- yksi kreikaksi - αρμονία, σίγουρος, μονόκλινος, ίδιος, ένας, ανύπαντρος, μία, ...
- yksikkömuoto kreikaksi - ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, μορφή, έντυπο, φόρμα, μορφής, ...
- yksilö kreikaksi - ανθρώπινος, θνητός, άτομο, άνθρωπος, αντίγραφο, ψυχή, ατομικός, ...
Satunnaisia sanoja
Yksikkö kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Käännökset: ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα