Yksilö kreikaksi
Käännös: yksilö, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ανθρώπινος, θνητός, άτομο, άνθρωπος, αντίγραφο, ψυχή, ατομικός, κάποιος, αντίτυπο, πρόσωπο, αντιγράφω, θανάσιμος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: yksilö
yksilö englanniksi, yksilö ja yhteiskunta, yksilö ja yhteisö, yksilö merkitys, yksilö organisaatiossa, yksilö kielisanakirja kreikka, yksilö kreikaksi
Käännökset
- yksikkö kreikaksi - ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, ...
- yksikkömuoto kreikaksi - ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, μορφή, έντυπο, φόρμα, μορφής, ...
- yksilöllinen kreikaksi - ιδιωτικός, φαντάρος, άτομο, ατομικός, ιδιαίτερος, επιμέρους, μεμονωμένων, ...
- yksilönkehitys kreikaksi - ανάπτυξη, όγκος, εξέλιξη, ανάπτυξη του ατόμου, εξέλιξη του ατόμου, ανάπτυξη των επιμέρους, ανάπτυξη του ατόμου στα
Satunnaisia sanoja
Yksilö kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ανθρώπινος, θνητός, άτομο, άνθρωπος, αντίγραφο, ψυχή, ατομικός, κάποιος, αντίτυπο, πρόσωπο, αντιγράφω, θανάσιμος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Käännökset: ανθρώπινος, θνητός, άτομο, άνθρωπος, αντίγραφο, ψυχή, ατομικός, κάποιος, αντίτυπο, πρόσωπο, αντιγράφω, θανάσιμος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες