Yksimielinen kreikaksi
Käännös: yksimielinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: yksimielinen
kaksimielinen in english, synonyymi kaksimielinen, yksimielinen enemmistö, yksimielinen englanniksi, yksimielinen merkitys, yksimielinen kielisanakirja kreikka, yksimielinen kreikaksi
Käännökset
- yksilöllinen kreikaksi - ιδιωτικός, φαντάρος, άτομο, ατομικός, ιδιαίτερος, επιμέρους, μεμονωμένων, ...
- yksilönkehitys kreikaksi - ανάπτυξη, όγκος, εξέλιξη, ανάπτυξη του ατόμου, εξέλιξη του ατόμου, ανάπτυξη των επιμέρους, ανάπτυξη του ατόμου στα
- yksimielisyys kreikaksi - ομοφωνία, συναίνεση, συναίνεσης, συναινετική, συμφωνία
- yksin kreikaksi - μοναχικός, αποκλειστικά, απόκοσμος, ασυντρόφευτος, μόνο, μοναχός, εντελώς, ...
Satunnaisia sanoja
Yksimielinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
Käännökset: ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία