Yksinoikeus kreikaksi
Käännös: yksinoikeus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: yksinoikeus
yksinoikeus englanniksi, yksinoikeus maahantuontiin, yksinoikeus merkitys, yksinoikeus myyntiin, yksinoikeus ruotsiksi, yksinoikeus kielisanakirja kreikka, yksinoikeus kreikaksi
Käännökset
- yksinkertaistus kreikaksi - απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
- yksinkertaisuus kreikaksi - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- yksinomaan kreikaksi - αποκλειστικά, αγνά, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική
- yksinvalta kreikaksi - τυραννία, απολυταρχία, αυταρχισμό, αυταρχισμού, αυταρχισμός, ο αυταρχισμός
Satunnaisia sanoja
Yksinoikeus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Käännökset: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που