Yliveloittaa kreikaksi
Käännös: yliveloittaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ξεγυμνώνω, ληστεύω, λοφίο, μαδώ, φτερό, υπερχρέωσης, πρόσθετης χρέωσης, επιβολή συμπληρωματικών τελών, επιπλέον χρέωσης, επιπλέον χρέωσης για
Muut kielet
Liittyvät sanat: yliveloittaa
yliveloittaa englanniksi, yliveloittaa merkitys, yliveloittaa ruotsiksi, yliveloittaa sanaristikko, yliveloittaa suomeksi, yliveloittaa kielisanakirja kreikka, yliveloittaa kreikaksi
Käännökset
- ylivalta kreikaksi - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- ylivalvoja kreikaksi - επόπτης, οικονόμος, Steward, οικονόμου, καμαρότος
- yliveto kreikaksi - καταπληκτικός, θαυμάσιος, άριστος, αριστοκρατικό, κομψό, αριστοκρατική, κομψή, ...
- ylivoima kreikaksi - ανωτερότητα, υπεροχή, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
Satunnaisia sanoja
Yliveloittaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ξεγυμνώνω, ληστεύω, λοφίο, μαδώ, φτερό, υπερχρέωσης, πρόσθετης χρέωσης, επιβολή συμπληρωματικών τελών, επιπλέον χρέωσης, επιπλέον χρέωσης για
Käännökset: ξεγυμνώνω, ληστεύω, λοφίο, μαδώ, φτερό, υπερχρέωσης, πρόσθετης χρέωσης, επιβολή συμπληρωματικών τελών, επιπλέον χρέωσης, επιπλέον χρέωσης για