Ylläpitää kreikaksi
Käännös: ylläpitää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ylläpitää
ylläpitää englanniksi, ylläpitää englanti, ylläpitää esteettisyyttä, ylläpitää in english, ylläpitää merkitys, ylläpitää kielisanakirja kreikka, ylläpitää kreikaksi
Käännökset
- ylläpito kreikaksi - συντήρηση, συντήρησης, διατήρηση, τη συντήρηση, διατροφής
- ylläpitäjä kreikaksi - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
- yllättäen kreikaksi - αιφνιδιαστικά, κοφτά, ξαφνικά, εξαπίνης, απότομα, απροσδόκητα, απρόσμενα, ...
- yllättävä kreikaksi - αιφνίδιος, ξαφνικός, εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, προκαλεί έκπληξη, εκπλήσσει
Satunnaisia sanoja
Ylläpitää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Käännökset: συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί