Éboulement en grec

Traduction: éboulement, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σωριάζομαι, καταρρέω, θρυμματίζω, προσκρούω, κραχ, πέφτω, πάταγος, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική
Éboulement en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): éboulement

éboulement afghanistan, éboulement antonymes, éboulement crussol, éboulement de la saxe, éboulement de terrain, éboulement dictionnaire de langue grec, éboulement en grec

Traductions

  • éboueur en grec - σκουπιδιάρης, σκουπιδιάρη
  • ébouillanter en grec - ενσταλάζω, ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
  • ébouler en grec - καταρρέω, σωριάζομαι, θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, καταρρέει, θρυμματίζονται
  • éboulis en grec - χαλάσματα, μπάζα, σάρα, λιθώνες, κορήματα, με λιθώνες, κορ- ρήματα
Mots aléatoires
Éboulement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σωριάζομαι, καταρρέω, θρυμματίζω, προσκρούω, κραχ, πέφτω, πάταγος, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική