Ébréché en grec
Traduction: ébréché, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ταραγμένος, πελεκημένη, αποκρουσμένο, πελεκώνται, πελεκημένη κατά, πελεκημένα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ébréché
carrelage ébréché, ébréché antonymes, ébréché dico, ébréché définition, ébréché en anglais, ébréché dictionnaire de langue grec, ébréché en grec
Traductions
- ébruiter en grec - αναδίδομαι, διαπνέω, διαπνέομαι, εξιδρώνω, αποκαλύπτομαι
- ébrécher en grec - τσιπ, chip, μάρκα, μάρκες, μαρκών
- ébullition en grec - βράζω, βρασμός, βρασμού, ζέσεως, σημείου ζέσεως, ζέσης
- ébène en grec - εβένινος, έβενος, έβενο, ebony, από έβενο, εβένου
Mots aléatoires
Ébréché en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ταραγμένος, πελεκημένη, αποκρουσμένο, πελεκώνται, πελεκημένη κατά, πελεκημένα
Traductions: ταραγμένος, πελεκημένη, αποκρουσμένο, πελεκώνται, πελεκημένη κατά, πελεκημένα