Écaille en grec
Traduction: écaille, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρούστα, έλυτρο, κόρα, καύκαλο, τσόφλι, κέλυφος, κασίδα, καβούκι, οβίδα, κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): écaille
chat écaille, chat écaille tortue, couleur écaille, ecaille de tortue, lunette écaille, écaille dictionnaire de langue grec, écaille en grec
Traductions
- ébéniste en grec - επιπλοποιός, cabinetmaker, επιπλοποιό, ερμαρίων, επιπλοποιού
- écacher en grec - ζουλώ, συνθλίβω, στύβω, στριμώχνω, κολοκύθι, συνωστισμός, πατικώνω
- écailleux en grec - λεπιδωτός, φολιδωτός, φολιδωτό, φολιδωτές, φολιδωτά
- écaler en grec - καθαρίζω, ξύσμα, ξεφλουδίζω, κέλυφος
Mots aléatoires
Écaille en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρούστα, έλυτρο, κόρα, καύκαλο, τσόφλι, κέλυφος, κασίδα, καβούκι, οβίδα, κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
Traductions: κρούστα, έλυτρο, κόρα, καύκαλο, τσόφλι, κέλυφος, κασίδα, καβούκι, οβίδα, κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά