Échauffourées en grec
Traduction: échauffourées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
Συγκρούσεις, Συγκρούσεις Στην, συγκρούσεων, Οι συγκρούσεις, συμπλοκές
Autres langues
Mots associés / Définition (def): échauffourées
échauffourées amiens, échauffourées antonymes, échauffourées chanteloup, échauffourées chanteloup les vignes, échauffourées definition, échauffourées dictionnaire de langue grec, échauffourées en grec
Traductions
- échauffer en grec - θερμαίνω, ζέστη, ζεστός, ζεσταίνω, θερμός, ζεστό, ζεστή, ...
- échauffourée en grec - παραζάλη, σάλος, συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, μάλωμα
- échauffé en grec - θερμός, θερμαίνεται, θερμαινόμενη, θερμαινόμενο, θερμαίνονται
- échec en grec - ανακόπτω, συμφορά, σταματώ, αναχαιτίζω, αποτυχία, βλάβη, φιάσκο, ...
Mots aléatoires
Échauffourées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: Συγκρούσεις, Συγκρούσεις Στην, συγκρούσεων, Οι συγκρούσεις, συμπλοκές
Traductions: Συγκρούσεις, Συγκρούσεις Στην, συγκρούσεων, Οι συγκρούσεις, συμπλοκές