Écot en grec
Traduction: écot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μοίρα, κλήρος, μερίδιο, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): écot
eco part, eco pret, ecotaxe, éco taxe, écot antonymes, écot dictionnaire de langue grec, écot en grec
Traductions
- écosser en grec - οβίδα, ξεφλουδίζω, καθαρίζω, καβούκι, κέλυφος, ξύσμα, κοχύλι, ...
- écosystème en grec - οικοσύστημα, οικοσυστήματος, οικοσυστημάτων, το οικοσύστημα, του οικοσυστήματος
- écoulement en grec - διαρροή, κείμενο, ρέω, διαφυγή, στραγγίζω, ροή, οχετός, ...
- écouler en grec - πώληση, εκποιώ, περνώ, πουλώ, κυκλοφορώ, πέρασμα, στενά, ...
Mots aléatoires
Écot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μοίρα, κλήρος, μερίδιο, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
Traductions: μοίρα, κλήρος, μερίδιο, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού