Écouter en grec
Traduction: écouter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρυφακούω, αφουγκράζομαι, ακούω, υπακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): écouter
coran, ecouter radio, écouter antonymes, écouter coran, écouter france inter, écouter dictionnaire de langue grec, écouter en grec
Traductions
- écoute en grec - ακούτε, ακούγοντας, ακρόαση, ακούει, να ακούτε
- écoutent en grec - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
- écouteur en grec - ακροατής, εκκαθαριστής, παραλήπτης, ακουστικά, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικού, ...
- écoutez en grec - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Mots aléatoires
Écouter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρυφακούω, αφουγκράζομαι, ακούω, υπακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Traductions: κρυφακούω, αφουγκράζομαι, ακούω, υπακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε