Éloquent en grec
Traduction: éloquent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευφραδής, άπταιστος, εύγλωττος, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éloquent
éloquent antonyme, éloquent antonymes, éloquent définition, éloquent définition wikipédia, éloquent en arabe, éloquent dictionnaire de langue grec, éloquent en grec
Traductions
- élongation en grec - επιμήκυνση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση
- éloquence en grec - ευφράδεια, ευγλωττία, την ευγλωττία, ευγλωττίας, γλαφυρότητα
- élu en grec - εκλέγονται, εκλεγμένους, εκλέγεται, εξέλεξε, εκλεγεί
- élucidation en grec - διευκρίνηση, αποσαφήνιση, διευκρίνιση, διαλεύκανση, διασαφήνιση
Mots aléatoires
Éloquent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευφραδής, άπταιστος, εύγλωττος, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
Traductions: ευφραδής, άπταιστος, εύγλωττος, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες