Éludent en grec
Traduction: éludent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαλανθάνω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éludent
définition de éludent, éludent antonymes, éludent grammaire, éludent mots croisés, éludent signification, éludent dictionnaire de langue grec, éludent en grec
Traductions
- éludant en grec - διαφεύγοντας, διαφεύγει, έκλουση, με έκλουση, διαφεύγοντας από
- élude en grec - αποφεύγει, διαφεύγει, αυτοκινήτου αποφεύγει, διαφεύγει της, διαφεύγει από
- éluder en grec - διαλανθάνω, διαφεύγω, αποφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, ...
- éludez en grec - διαλανθάνω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν
Mots aléatoires
Éludent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαλανθάνω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν
Traductions: διαλανθάνω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν