Ému en grec
Traduction: ému, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ému
emuparadise, je suis ému, synonyme ému, ému antonymes, ému en allemand, ému dictionnaire de langue grec, ému en grec
Traductions
- émouvez en grec - μετακομίζω, κίνηση, σαλεύω, κινώ
- émouvoir en grec - κινούμαι, αναδεύω, ενοχλώ, παρενοχλώ, ανακατεύω, συγκίνηση, παρακινώ, ...
- émue en grec - μετακινηθεί, μετακόμισε, μετακινούνται, κινείται, κινήθηκε
- émues en grec - εγκάρδια, ειλικρινή, εγκάρδιες, εγκάρδιο, θερμές
Mots aléatoires
Ému en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Traductions: επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν