Éparpillée en grec
Traduction: éparpillée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éparpillée
la beauté éparpillée, la ville éparpillée, mademoiselle éparpillée, personnalité éparpillée, personne éparpillée, éparpillée dictionnaire de langue grec, éparpillée en grec
Traductions
- éparpillèrent en grec - διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
- éparpillé en grec - διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
- éparpillées en grec - διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
- éparpillés en grec - διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
Mots aléatoires
Éparpillée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες
Traductions: διάσπαρτα, διασκορπισμένα, διάσπαρτες, διάσπαρτα σε, διασκορπισμένες