Épreuve en grec
Traduction: épreuve, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εκδικάζω, εμπριμέ, εξέταση, τρέχω, δοκιμασία, τυπώνω, πειστήριο, πηγαίνω, καρέ, έκθεση, ελέγχω, απόδειξη, δοκίμια, πρόβες, σταματώ, δοκίμιο, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): épreuve
a toute épreuve, bac 2014, une épreuve, à toute épreuve, épreuve antonymes, épreuve dictionnaire de langue grec, épreuve en grec
Traductions
- épouvanté en grec - έντρομος, φοβισμένη, φοβισμένοι, φοβούνται, φοβισμένος
- époux en grec - άνδρας, άνθρωπος, σύζυγος, επανδρώνω, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ...
- épreuves en grec - κακουχία, ταλαιπωρία, δυσκολίες, δυσκολία, κακουχίες, δυσχερειών
- éprouva en grec - έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Mots aléatoires
Épreuve en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εκδικάζω, εμπριμέ, εξέταση, τρέχω, δοκιμασία, τυπώνω, πειστήριο, πηγαίνω, καρέ, έκθεση, ελέγχω, απόδειξη, δοκίμια, πρόβες, σταματώ, δοκίμιο, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
Traductions: εκδικάζω, εμπριμέ, εξέταση, τρέχω, δοκιμασία, τυπώνω, πειστήριο, πηγαίνω, καρέ, έκθεση, ελέγχω, απόδειξη, δοκίμια, πρόβες, σταματώ, δοκίμιο, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ