Érudite en grec
Traduction: érudite, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πανεπιστήμων, ακαδημαϊκά, επιστημονική, επιστημονικά, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): érudite
histoire érudite, inka l'érudite, personne érudite, une érudite, érudite adjectif, érudite dictionnaire de langue grec, érudite en grec
Traductions
- éructer en grec - ρέψιμο, ρεύομαι
- érudit en grec - λόγιος, πολυμαθής, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο
- érudition en grec - υποτροφία, υποτροφιών, υποτροφίας, υποτροφίες, υποτροφία για
- éruptif en grec - εκρηκτικός, εκρηκτικές, eruptive, εξανθηματικά, εκρηξιγενή
Mots aléatoires
Érudite en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πανεπιστήμων, ακαδημαϊκά, επιστημονική, επιστημονικά, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή
Traductions: πανεπιστήμων, ακαδημαϊκά, επιστημονική, επιστημονικά, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή