Éthérée en grec
Traduction: éthérée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éthérée
arme éthérée, encre éthérée, essence éthérée, odeur éthérée, voix éthérée, éthérée dictionnaire de langue grec, éthérée en grec
Traductions
- éthylène en grec - αιθυλένιο, αιθυλενίου, αιθυλενο, του αιθυλενίου, αιθυλενοξειδίου
- éthéré en grec - ευάερος, αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
- étincelage en grec - αστραφτερός, απαστράπτω, αφρώδης, EDM, της EDM, η EDM, την EDM, ...
- étincelant en grec - έξοχος, φανταστικός, λαμπερός, αφρώδης, αφρώδη, αφρωδών, αφρώδεις, ...
Mots aléatoires
Éthérée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
Traductions: αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά