Étioler en grec
Traduction: étioler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ελαφρύνω, κατευνάζω, αποδυναμώνω, ανακουφίζω, αποδυναμώνομαι, αμβλύνω, χειροτερεύω, παραβλάπτω, καταβάλλω, etiolate
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): étioler
étioler antonymes, étioler conjugaison, étioler dictionnaire, étioler définition, étioler grammaire, étioler dictionnaire de langue grec, étioler en grec
Traductions
- étincellement en grec - αστραφτερός, γυαλίζω, σπινθηροβόλος, αφρώδης, λαμπερός, απαστράπτω, λάμπω, ...
- étiolement en grec - μαρασμός, μάρανση, το μαρασμό, ο μαρασμός, συμπτώματα μαρασμού
- étiologie en grec - αιτιολογία, αιτιολογίας, την αιτιολογία, η αιτιολογία
- étique en grec - ψηλόλιγνος, τσιγκούνης, ισχνός, κάτισχνος, κοκαλιάρης, δεοντολογία, ηθική, ...
Mots aléatoires
Étioler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ελαφρύνω, κατευνάζω, αποδυναμώνω, ανακουφίζω, αποδυναμώνομαι, αμβλύνω, χειροτερεύω, παραβλάπτω, καταβάλλω, etiolate
Traductions: ελαφρύνω, κατευνάζω, αποδυναμώνω, ανακουφίζω, αποδυναμώνομαι, αμβλύνω, χειροτερεύω, παραβλάπτω, καταβάλλω, etiolate