Étudiant en grec
Traduction: étudiant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μαθητής, φοιτητής, φοιτήτρια, ακαδημαϊκός, μαθήτρια, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): étudiant
apl, apl étudiant, bourse étudiant, caf étudiant, carte étudiant, étudiant dictionnaire de langue grec, étudiant en grec
Traductions
- étudia en grec - σπούδασε, μελετηθεί, μελετήθηκαν, μελετήθηκε, μελέτησε
- étudiai en grec - σπούδασε, μελετηθεί, μελετήθηκαν, μελετήθηκε, μελέτησε
- étudie en grec - σπουδάζουν, σπουδές, μελετώντας, τη μελέτη, μελετούν
- étudient en grec - γραφείο, σπουδές, σπουδάζω, μελέτη, μελέτης, σπουδών, έρευνα, ...
Mots aléatoires
Étudiant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μαθητής, φοιτητής, φοιτήτρια, ακαδημαϊκός, μαθήτρια, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
Traductions: μαθητής, φοιτητής, φοιτήτρια, ακαδημαϊκός, μαθήτρια, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών