Éveil en grec
Traduction: éveil, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άγρυπνος, ετοιμότητα, προειδοποίηση, ξύπνημα, επαγρύπνηση, αφύπνιση, αφύπνισης, το ξύπνημα, την αφύπνιση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): éveil
fnac et éveil, fnac éveil, fnac éveil jeux, jeux éveil, jeux éveil bébé, éveil dictionnaire de langue grec, éveil en grec
Traductions
- évasivement en grec - ασαφώς, υπεκφυγές, με υπεκφυγές, με υπεκφυγή
- évasé en grec - πλατύς, φαρδύς, φωτοβολίδα, Flare, αναλαμπής, φουντώνουν, αναλαμπή
- éveiller en grec - διεγείρω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, ξυπνώ, ξεσηκώνω, ...
- éveillé en grec - ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ...
Mots aléatoires
Éveil en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άγρυπνος, ετοιμότητα, προειδοποίηση, ξύπνημα, επαγρύπνηση, αφύπνιση, αφύπνισης, το ξύπνημα, την αφύπνιση
Traductions: άγρυπνος, ετοιμότητα, προειδοποίηση, ξύπνημα, επαγρύπνηση, αφύπνιση, αφύπνισης, το ξύπνημα, την αφύπνιση