Être en grec
Traduction: être, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ύπαρξη, δημιουργία, βρίσκομαι, όν, διανύω, είμαι, οντότητα, πλάσμα, ουσία, είναι, να, να είναι, ήταν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): être
avoir, bien être, conjugaison, conjugaison être, peut être, être dictionnaire de langue grec, être en grec
Traductions
- évêque en grec - επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
- êtes en grec - είναι, Δεν, αποτελούν, έχουν, οι
- île en grec - νησάκι, νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
- îlot en grec - νησί, νησάκι, νησίδα, νησιδίων, νησίδων, νησίδας
Mots aléatoires
Être en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ύπαρξη, δημιουργία, βρίσκομαι, όν, διανύω, είμαι, οντότητα, πλάσμα, ουσία, είναι, να, να είναι, ήταν
Traductions: ύπαρξη, δημιουργία, βρίσκομαι, όν, διανύω, είμαι, οντότητα, πλάσμα, ουσία, είναι, να, να είναι, ήταν