Abhorrées en grec
Traduction: abhorrées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): abhorrées
abhorrer synonyme, abhorrées antonymes, abhorrées grammaire, abhorrées mots croisés, abhorrées signification, abhorrées dictionnaire de langue grec, abhorrées en grec
Traductions
- abhorrons en grec - σιχαίνομαι, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, βδελύσσομαι
- abhorrée en grec - μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί
- abhorrés en grec - μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί
- abject en grec - αηδιαστικός, βδελυρός, αξιοκαταφρόνητος, κακός, σκορβούτο, σημαίνω, επαναστατικός, ...
Mots aléatoires
Abhorrées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί
Traductions: μισείτο, αποτροπιασμένοι, αποστρέφεσαι, μισηθεί