Absurdité en grec
Traduction: absurdité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανοησίες, βλακείες, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): absurdité
absurdité anglais, absurdité antonymes, absurdité camus, absurdité citation, absurdité de l'histoire, absurdité dictionnaire de langue grec, absurdité en grec
Traductions
- absurde en grec - περίγελος, ανόητος, κουτός, βλακείες, γελοίος, υπεκφεύγω, κουραφέξαλα, ...
- absurdiste en grec - παραλόγου, του παραλόγου, παράλογη, παράλογο
- abus en grec - λάθος, βρίζω, λοιδορία, κατάχρηση, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, ...
- abusa en grec - κατάχρηση, κακοποιηθεί, καταχράστηκε, καταχραστεί, κατάχρηση της
Mots aléatoires
Absurdité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανοησίες, βλακείες, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
Traductions: ανοησίες, βλακείες, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό