Abuser en grec
Traduction: abuser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ζαβολιάρης, κλέβω, χαζός, κοροϊδεύω, ευθύς, βλάκας, καταχρώμαι, ντόμπρος, αποπλανώ, τρικ, ξελογιάζω, κατάχρηση, φενακίζω, μαυλίζω, πύργος, αναβάτης, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): abuser
abuser antonymes, abuser de, abuser de son pouvoir, abuser de votre temps, abuser des poires, abuser dictionnaire de langue grec, abuser en grec
Traductions
- abuse en grec - κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
- abusent en grec - βρίζω, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
- abusez en grec - λοιδορία, κατάχρηση, βρίζω, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
- abusif en grec - πλασματικός, εσφαλμένος, ανάρμοστος, υπερβολικός, υβριστικός, παράνομος, απατηλός, ...
Mots aléatoires
Abuser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ζαβολιάρης, κλέβω, χαζός, κοροϊδεύω, ευθύς, βλάκας, καταχρώμαι, ντόμπρος, αποπλανώ, τρικ, ξελογιάζω, κατάχρηση, φενακίζω, μαυλίζω, πύργος, αναβάτης, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Traductions: ζαβολιάρης, κλέβω, χαζός, κοροϊδεύω, ευθύς, βλάκας, καταχρώμαι, ντόμπρος, αποπλανώ, τρικ, ξελογιάζω, κατάχρηση, φενακίζω, μαυλίζω, πύργος, αναβάτης, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων