Accélérer en grec
Traduction: accélérer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επισπεύδω, ταχύτητα, φόρα, ορμή, βιασύνη, προκαταβάλλω, πρόοδος, τρέχω, σπεύδω, προχωρώ, βιάζομαι, προβαίνω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accélérer
accélérer accouchement, accélérer antonymes, accélérer chrome, accélérer démarrage windows, accélérer démarrage windows 7, accélérer dictionnaire de langue grec, accélérer en grec
Traductions
- accélérateur en grec - όπλο, βενζίνη, πιστόλι, καραμπίνα, αέριο, επιταχυντής, επιταχυντή, ...
- accélération en grec - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- accélérez en grec - επιταχύνω, επισπεύδω, Επιτάχυνση, Επιταχύνετε, Επιτάχυνση της, Επίσπευση, Accelerate
- accélérons en grec - επισπεύδω, επιταχύνω, επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, επιτάχυνση της, επιτάχυνση των
Mots aléatoires
Accélérer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επισπεύδω, ταχύτητα, φόρα, ορμή, βιασύνη, προκαταβάλλω, πρόοδος, τρέχω, σπεύδω, προχωρώ, βιάζομαι, προβαίνω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Traductions: επισπεύδω, ταχύτητα, φόρα, ορμή, βιασύνη, προκαταβάλλω, πρόοδος, τρέχω, σπεύδω, προχωρώ, βιάζομαι, προβαίνω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την