Accabler en grec
Traduction: accabler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συντρίβω, φορτίο, βασανίζω, φορτίζω, ταλαιπωρώ, βάρος, γεμίζω, ζαλίκι, πνίγω, φορτώνω, μελαγχολώ, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accabler
accabler antonyme, accabler antonymes, accabler conjugaison, accabler d'injures, accabler de dettes, accabler dictionnaire de langue grec, accabler en grec
Traductions
- accablement en grec - φορτώνω, φορτίο, ζαλίκι, ζόρι, βάρος, ύφεση, κατηγορία, ...
- accablent en grec - συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ...
- accablez en grec - ζουλώ, συνθλίβω, συνωστισμός, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ...
- accablons en grec - συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ
Mots aléatoires
Accabler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συντρίβω, φορτίο, βασανίζω, φορτίζω, ταλαιπωρώ, βάρος, γεμίζω, ζαλίκι, πνίγω, φορτώνω, μελαγχολώ, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Traductions: συντρίβω, φορτίο, βασανίζω, φορτίζω, ταλαιπωρώ, βάρος, γεμίζω, ζαλίκι, πνίγω, φορτώνω, μελαγχολώ, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις