Accessibilité en grec
Traduction: accessibilité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accessibilité
2015 accessibilité, accessibilité antonymes, accessibilité batiment, accessibilité code du travail, accessibilité des personnes handicapées, accessibilité dictionnaire de langue grec, accessibilité en grec
Traductions
- acceptées en grec - Αποδεκτές, Αποδεκτό, Έγινε δεκτή, Αποδεκτή, γίνονται δεκτές
- acceptés en grec - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
- accessible en grec - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, ...
- accession en grec - καταχώρηση, συγκατανεύω, λήμμα, είσοδος, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ...
Mots aléatoires
Accessibilité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα
Traductions: προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα