Accession en grec

Traduction: accession, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καταχώρηση, συγκατανεύω, λήμμα, είσοδος, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Accession en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): accession

accession aidée, accession antonymes, accession définition, accession grammaire, accession immo, accession dictionnaire de langue grec, accession en grec

Traductions

  • accessibilité en grec - προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα
  • accessible en grec - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, ...
  • accessoire en grec - επικουρικός, ασήμαντος, υποβοηθητικός, συν, πριμ, τυχαίος, θυγατρική, ...
  • accessoires en grec - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
Mots aléatoires
Accession en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καταχώρηση, συγκατανεύω, λήμμα, είσοδος, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως