Accident en grec

Traduction: accident, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποτολμώ, ατύχημα, πανωλεθρία, συγκυρία, άθλημα, ευκαιρία, κραχ, ρήξη, θύμα, πέφτω, πάταγος, θάνατος, επεισόδιο, κίνδυνος, περιστατικό, τύχη, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Accident en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): accident

accident antonymes, accident avion, accident camion, accident d'avion, accident de la route, accident dictionnaire de langue grec, accident en grec

Traductions

  • accessoire en grec - επικουρικός, ασήμαντος, υποβοηθητικός, συν, πριμ, τυχαίος, θυγατρική, ...
  • accessoires en grec - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • accidentel en grec - συγκυρία, περιστατικό, ευκαιρία, σποραδικός, πρόχειρος, ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, ...
  • accidentellement en grec - πρόχειρος, τυχαίος, λάθος, κατά λάθος, τυχαία
Mots aléatoires
Accident en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποτολμώ, ατύχημα, πανωλεθρία, συγκυρία, άθλημα, ευκαιρία, κραχ, ρήξη, θύμα, πέφτω, πάταγος, θάνατος, επεισόδιο, κίνδυνος, περιστατικό, τύχη, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων