Accidentel en grec

Traduction: accidentel, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συγκυρία, περιστατικό, ευκαιρία, σποραδικός, πρόχειρος, ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, επεισόδιο, τυχαίος, πιθανότητα, τύχη, αδέσποτος, παρείσακτος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο
Accidentel en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): accidentel

accidental zizi, accidentel antonyme, accidentel antonymes, accidentel au pluriel, accidentel definition philosophique, accidentel dictionnaire de langue grec, accidentel en grec

Traductions

  • accessoires en grec - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • accident en grec - αποτολμώ, ατύχημα, πανωλεθρία, συγκυρία, άθλημα, ευκαιρία, κραχ, ...
  • accidentellement en grec - πρόχειρος, τυχαίος, λάθος, κατά λάθος, τυχαία
  • accidenter en grec - παραλλάζω, βλάβη, ζημιά, ποικίλλω, βλάπτω, ACCIDENTER
Mots aléatoires
Accidentel en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συγκυρία, περιστατικό, ευκαιρία, σποραδικός, πρόχειρος, ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, επεισόδιο, τυχαίος, πιθανότητα, τύχη, αδέσποτος, παρείσακτος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο