Accise en grec
Traduction: accise, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ειδικούς φόρους κατανάλωσης, Κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, φόροι κατανάλωσης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accise
accise 2014, accise alcool, accise antonymes, accise belgique, accise biere france, accise dictionnaire de langue grec, accise en grec
Traductions
- accidenté en grec - μονός, άνισος, σκληρός, τραχύς, πρόχειρος, κουρελιασμένος, ακατέργαστων, ...
- accidentée en grec - επιτηδευμένος, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
- acclama en grec - εγκώμιο, έπαινοι, επαίνους, επαινεί, δοξολογίες
Mots aléatoires
Accise en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ειδικούς φόρους κατανάλωσης, Κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, φόροι κατανάλωσης
Traductions: ειδικούς φόρους κατανάλωσης, Κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, φόροι κατανάλωσης