Accompli en grec
Traduction: accompli, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accompli
accompli antonymes, accompli app, accompli conjugaison, accompli en anglais, accompli en arabe, accompli dictionnaire de langue grec, accompli en grec
Traductions
- accompagnées en grec - συνοδεύονται, συνοδεύεται, συνοδευόμενη, συνοδευόμενο, συνοδεύτηκε
- accompagnés en grec - συνοδεύονται, συνοδεύεται, συνοδευόμενη, συνοδευόμενο, συνοδεύτηκε
- accomplie en grec - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
- accomplies en grec - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
Mots aléatoires
Accompli en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
Traductions: ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί