Acculées en grec
Traduction: acculées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
Autres langues
Mots associés / Définition (def): acculées
acculées antonymes, acculées grammaire, acculées mots croisés, acculées signification, acculées synonyme, acculées dictionnaire de langue grec, acculées en grec
Traductions
- acculé en grec - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
- acculée en grec - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
- acculés en grec - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
- accumula en grec - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
Mots aléatoires
Acculées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
Traductions: γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος