Accumulées en grec
Traduction: accumulées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accumulées
accumuler synonyme, accumulées antonymes, accumulées grammaire, accumulées mots croisés, accumulées signification, accumulées dictionnaire de langue grec, accumulées en grec
Traductions
- accumulé en grec - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
- accumulée en grec - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
- accusa en grec - κατηγορούμενος, υπόδικος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
- accusai en grec - υπόδικος, κατηγορούμενος, τον κατηγόρησαν, τον κατηγορούσε, τον κατηγόρησε, τον κατηγόρησε για, τον κατηγόρησαν για
Mots aléatoires
Accumulées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
Traductions: συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο