Accumuler en grec
Traduction: accumuler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μαζεύω, βάζω, μαζεύομαι, μαγαζί, συρρέω, στοιβάδα, σωρός, συγκεντρώνομαι, μάζα, απόθεμα, προστίθεμαι, συλλέγω, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, κομπόδεμα, αποθηκεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): accumuler
accumuler anglais, accumuler antonymes, accumuler des connaissances, accumuler des miles, accumuler du retard en anglais, accumuler dictionnaire de langue grec, accumuler en grec
Traductions
- accumule en grec - συσσωρεύεται, συσσωρεύει, συσσωρεύονται, συγκεντρώνει, συγκεντρώνεται
- accumulent en grec - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- accumulez en grec - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- accumulons en grec - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Mots aléatoires
Accumuler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μαζεύω, βάζω, μαζεύομαι, μαγαζί, συρρέω, στοιβάδα, σωρός, συγκεντρώνομαι, μάζα, απόθεμα, προστίθεμαι, συλλέγω, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, κομπόδεμα, αποθηκεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Traductions: μαζεύω, βάζω, μαζεύομαι, μαγαζί, συρρέω, στοιβάδα, σωρός, συγκεντρώνομαι, μάζα, απόθεμα, προστίθεμαι, συλλέγω, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, κομπόδεμα, αποθηκεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί