Accusés en grec

Traduction: accusés, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπόδικος, κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
Accusés en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): accusés

accusés antonymes, accusés d'avoir vendu 400 000 euros de métaux mais de toucher les aides sociales, accusés d'outreau, accusés de l'affaire d'outreau, accusés de réception, accusés dictionnaire de langue grec, accusés en grec

Traductions

  • accusée en grec - υπόδικος, κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
  • accusées en grec - κατηγορούμενος, υπόδικος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
  • accèdent en grec - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
  • accès en grec - πρόσβαση, προσέγγιση, επιδρομή, παραδοχή, σπασμός, προσπέλαση, επιτίθεμαι, ...
Mots aléatoires
Accusés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπόδικος, κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί