Adhérent en grec
Traduction: adhérent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μέλος, οπαδός, επιδέξιος, μαθητής, επιτήδειος, υποστηρικτής, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): adhérent
adhérant, adhérant adhérent, adhérent antonymes, adhérent association, adhérent en anglais, adhérent dictionnaire de langue grec, adhérent en grec
Traductions
- adhérant en grec - οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων
- adhérence en grec - συνδέω, προσκόλληση, εμμονή, συγκολλώ, δεσμός, τήρηση, την τήρηση, ...
- adhérer en grec - ενώνω, γειτονεύω, κολλώ, κατατάσσομαι, πιάνομαι, συνορεύω, προσκολλώμαι, ...
- adhérez en grec - προσκολλώμαι, κολλώ, εμμένω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, ...
Mots aléatoires
Adhérent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μέλος, οπαδός, επιδέξιος, μαθητής, επιτήδειος, υποστηρικτής, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Traductions: μέλος, οπαδός, επιδέξιος, μαθητής, επιτήδειος, υποστηρικτής, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών