Affaiblissement en grec
Traduction: affaiblissement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ατονία, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): affaiblissement
affaiblissement acoustique, affaiblissement acoustique ba13, affaiblissement acoustique béton, affaiblissement adsl, affaiblissement antonymes, affaiblissement dictionnaire de langue grec, affaiblissement en grec
Traductions
- affaiblis en grec - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμωθεί, αποδυνάμωσε, εξασθένησε, αποδυναμώνεται, εξασθενημένο
- affaiblissant en grec - αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
- affaiblissent en grec - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
- affaiblisseur en grec - εξασθενητή, εξασθένησης, εξασθενητής, αποσβεστήρα, μειωτήρα
Mots aléatoires
Affaiblissement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ατονία, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
Traductions: ατονία, αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης