Affaissement en grec

Traduction: affaissement, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατάθλιψη, ξεκούραση, ύφεση, επικουρικός, εξασθένηση, θυγατρική, υποβοηθητικός, εκτόνωση, υποχώρηση, καθίζηση, καθιζήσεων, καθιζήσεις, καθίζηση του
Affaissement en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): affaissement

affaissement a13, affaissement antonymes, affaissement béton, affaissement de terrain, affaissement discal, affaissement dictionnaire de langue grec, affaissement en grec

Traductions

  • affaires en grec - υπάρχοντα, δουλειά, επιχείρηση, ταχύτητα, υπόθεση, πράμα, προσαρμόζω, ...
  • affairé en grec - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
  • affaisser en grec - τέτοιος, τόσος, μελαγχολώ, υποκύπτω, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, ...
  • affaler en grec - πτώση, πέφτω, ρανίδα, βουλιάζω, σταγόνα, κρεμάω, μειώνομαι, ...
Mots aléatoires
Affaissement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατάθλιψη, ξεκούραση, ύφεση, επικουρικός, εξασθένηση, θυγατρική, υποβοηθητικός, εκτόνωση, υποχώρηση, καθίζηση, καθιζήσεων, καθιζήσεις, καθίζηση του