Affectés en grec
Traduction: affectés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): affectés
affectés anglais, affectés antonymes, affectés grammaire, affectés mots croisés, affectés signification, affectés dictionnaire de langue grec, affectés en grec
Traductions
- affecté en grec - δύσκαμπτος, εξεζητημένος, πομπώδης, τεχνητός, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, ...
- affectées en grec - επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- afferma en grec - μισθωμένο, μισθωμένων, μισθωμένα, μισθωμένες, μισθωμένου
- affermage en grec - νοίκι, ενοίκιο, ενοικιάζω, μίσθωμα, μίσθωση, κολιγιά, εκμίσθωση, ...
Mots aléatoires
Affectés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Traductions: επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν