Affectivité en grec
Traduction: affectivité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συναισθηματικότητα, Τρυφερότητα, συναισθηματικότητας, Συναισθηματισμός
Autres langues
Mots associés / Définition (def): affectivité
affectivité affection, affectivité antonymes, affectivité def, affectivité définition larousse, affectivité et apprentissage, affectivité dictionnaire de langue grec, affectivité en grec
Traductions
- affection en grec - ροπή, τάση, διάθεση, άρρωστος, αρρώστια, φασαρία, άλγος, ...
- affectionner en grec - αρέσω, σαν, συμπαθώ, όπως, έρωτας, αγαπώ, αγάπη
- affectons en grec - επηρεάζω, παριστάνω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
- affectueuse en grec - στοργικός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, τρυφερή
Mots aléatoires
Affectivité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συναισθηματικότητα, Τρυφερότητα, συναισθηματικότητας, Συναισθηματισμός
Traductions: συναισθηματικότητα, Τρυφερότητα, συναισθηματικότητας, Συναισθηματισμός