Affin en grec
Traduction: affin, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αρέσω, συγγενικός, όπως, συγγενής, παρόμοιος, σαν, παράλληλος, συμπαθώ, τέτοιος, όμοιος, τόσος, προκειμένου, για, ώστε, με σκοπό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): affin
affin antonymes, affin bank, affin definition, affin grammaire, affin mots croisés, affin dictionnaire de langue grec, affin en grec
Traductions
- affilées en grec - ακονισμένα, ακονισμένο, ακονισμένη, αιχμηρό, ακονίζεται
- affilés en grec - ακονισμένα, ακονισμένο, ακονισμένη, αιχμηρό, ακονίζεται
Mots aléatoires
Affin en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αρέσω, συγγενικός, όπως, συγγενής, παρόμοιος, σαν, παράλληλος, συμπαθώ, τέτοιος, όμοιος, τόσος, προκειμένου, για, ώστε, με σκοπό
Traductions: αρέσω, συγγενικός, όπως, συγγενής, παρόμοιος, σαν, παράλληλος, συμπαθώ, τέτοιος, όμοιος, τόσος, προκειμένου, για, ώστε, με σκοπό