Affligée en grec
Traduction: affligée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): affligée
affligée anglais, affligée antonymes, affligée grammaire, affligée mots croisés, affligée signification, affligée dictionnaire de langue grec, affligée en grec
Traductions
- affligèrent en grec - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
- affligé en grec - θλιβερός, πένθιμος, συγγνώμη, περίλυπος, στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, ...
- affligées en grec - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
- affligés en grec - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
Mots aléatoires
Affligée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
Traductions: στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται